ἰαμβικῶν

ἰαμβικῶν
ἰαμβικός
of invective
fem gen pl
ἰαμβικός
of invective
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διίαμβος — διίαμβος, ο (Α) διπλός ίαμβος, συζυγία δύο ιαμβικών ποδών …   Dictionary of Greek

  • χρεία — η, ΝΜΑ, και χρειά Ν, και ιων. τ. χρείη και αιολ. τ. χρήα και χρέα και κρητ. τ. χρηΐα Α 1. ανάγκη, επιτακτικός λόγος (α. «αν η χρεία τό καλέσει» αν παραστεί ανάγκη β. «καὶ μὴ χρείᾳ πολεμῶμεν», Σοφ.) 2. στέρηση, έλλειψη, ένδεια, φτώχεια (α. «δεν… …   Dictionary of Greek

  • άλογοι χρόνοι — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαία ελληνική μετρική οι χρόνοι των οποίων το μέγεθος οριζόταν με κλάσματα του πρώτου χρόνου και όχι με ακέραιους αριθμούς όπως γινόταν με τους ρητούς χρόνους (πρώτος, δίσημος, τρίσημος, τετράσημος και κάθε χρόνος που, ως… …   Dictionary of Greek

  • Μαυρόπους, Ιωάννης — (11ος αι.). Βυζαντινός λόγιος και ποιητής. Σπούδασε ρητορική, λογική, μεταφυσική, ηθική, μαθηματικά, φυσικά, νομικά, λατινικά. Διακρίθηκε για την ευρυμάθεια και ευφυΐα του καθώς επίσης και για την πολύπλευρη δράση του. Συνέταξε τη Νεαρά, τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”